- αμφιδέτης
- ο (Α ἀμφιδέτης)μσν.περιδέραιο, κολιέαρχ.περιτραχήλιο, λαιμαριά τών βοδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιδέω.ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιδετικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφιδέτης — yoke masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιδέτας — ἀμφιδέτᾱς , ἀμφιδέτης yoke masc acc pl ἀμφιδέτᾱς , ἀμφιδέτης yoke masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιδέω — ἀμφιδέω (Α) περιδένω, δένω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δέω «δένω». ΠΑΡ. αμφιδέτης, αμφίδετος αρχ. ἀμφίδεα, ἀμφιδέα] … Dictionary of Greek
διάπηγμα — το (Α διάπηγμα) [διαπηγνύω] 1. στοιχείο σύνδεσης δύο τμημάτων για την ενίσχυση τής αντοχής τους ή τη διατήρηση σταθερής απόστασης μεταξύ τους (π.χ. τα σασί τών οχημάτων) 2. κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που συνδέει σταυρωτά άλλα κομμάτια (αμφιδέτης,… … Dictionary of Greek
καραμουσέλι — το 1. καραμουσάλι* 2. ναυτ. σύνδεσμος αγκυρών, αμφιδέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. karamusal] … Dictionary of Greek
συνοχέας — ο / συνοχεύς, έως, ΝΜΑ [συνέχω] νεοελλ. 1. καθετί που προσδίδει συνοχή, που συγκρατεί 2. βοτ. ο λεπτός σύνδεσμος από παρεγχυματικό ιστό που συνδέει τους γυρεοσακους τού ανθήρα, στον στήμονα τού άνθους τών αγγειόσπερμων φυτών 3. φυσ. φωρατής… … Dictionary of Greek